εκκυβιστώ

εκκυβιστώ
(-άω) (Α ἐκκυβιστῶ)
νεοελλ.
επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση
αρχ.
1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.)
2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”